ἀπολαύσεων

ἀπολαύσεων
ἀπολαύσεω̆ν , ἀπόλαυσις
act of enjoying
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έπαυλη — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… …   Dictionary of Greek

  • επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • επαυλή — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • ευδαιμονισμός — Φιλοσοφική θεωρία η οποία παρουσιάζει ως σκοπό της ηθικής δράσης του ανθρώπου την επίτευξη της ευτυχίας. Ο ε. –αντίθετα από τον ηδονισμό με τον οποίο συχνά συγχέεται– αναφέρεται στην αναζήτηση της ευδαιμονίας με τη βοήθεια, σε μεγάλη κλίμακα,… …   Dictionary of Greek

  • μόδα — Όρος που δηλώνει τη διάδοση μιας ορισμένης συνήθειας, της οποίας εκφράζει κυρίως τον επίκαιρο και εντυπωσιακό χαρακτήρα. Από αυτό προέρχεται η γνώμη πως η μ. είναι ένα παροδικό, επιπόλαιο φαινόμενο, χωρίς καμιά πραγματική ή ιδεολογική υπόσταση,… …   Dictionary of Greek

  • πανδαισία — ιων. τ. πανδαισίη, ή, ΝΑ πλούσιο και μεγαλοπρεπές συμπόσιο, γεύμα όπου παρευρίσκονται όλοι και παρατίθεται κάθε είδος φαγητού, η ευωχία, το φαγοπότι νεοελλ. μτφ. πλούτος πνευματικών απολαύσεων ή αφθονία υλικών αγαθών (α. «μουσική πανδαισία β.… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσαρκία — ἡ, ΜΑ [φιλόσαρκος] η αγάπη τής σάρκας, τών σαρκικών απολαύσεων …   Dictionary of Greek

  • Αλεβί, Ιούδας — (Judah Halevy ή Juda ha Levi, 1075 – 1141). Εβραίος φιλόσοφος και θεολόγος, ο μεγαλύτερος εθνικός ποιητής των Εβραίων από τη Διασπορά και μετά. Γεννήθηκε στην Καστίλη της Ισπανίας και σπούδασε στη Λουκένα. Εκείνο που χαρακτηρίζει την ποίηση του Α …   Dictionary of Greek

  • Γκούλμπεργκ, Γιάλμαρ — (Jalmar Gullberg, Μάλμοε 1898 – Στοκχόλμη 1961).Σουηδός ποιητής. Η λυρική του ποίηση πηγάζει από τις ανησυχίες που ήταν διάχυτες στα σουηδικά γράμματα της περιόδου του 1930. Στις πρώτες του συλλογές, Σε μια ξένη πόλη (1929) και Πνευματικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”